- κοινοβιακός
- -ή, -όεπίρρ. -ά μοναστηριακός, καλογερικός: Έχουν κοινοβιακή ζωή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοινοβιακός — ή, ό (AM κοινοβιακός, ή, όν) [κοινόβιος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κοινόβιο («κοινοβιακή ζωή»). επίρρ... κοινοβιακά (Μ κοινοβιακῶς) με τον τρόπο τού κοινοβίου, με κοινή ζωή … Dictionary of Greek
Cenobite — Cenobium redirects here. For the colony of algae, see Coenobium. coenobitism redirects here. For other uses, see coenobitism (disambiguation). For other meanings, see Cenobite (Hellraiser) and Cenobites (album). Coptic icon of Pachomius the Great … Wikipedia
κελλιωτικός — κελλιωτικός, ή, όν (Α) [κελλιώτης] ερημιτικός, σε αντιδιαστολή με το κοινοβιακός («κελλιωτικά μοναστήρια», Θεόδ. Βαλσ.) … Dictionary of Greek
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek